- ανεκτύπωτος
- η , ο [ος , ον ] неизданный, неопубликованный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανεκτύπωτος — η, ο αυτός που δεν έχει ακόμη εκτυπωθεί, αδημοσίευτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εκτυπώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
ανεκτύπωτος — η, ο αυτός που δεν έχει εκτυπωθεί, αδημοσίευτος: Η μελέτη μου αυτή είναι ακόμη ανεκτύπωτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)